- ρωπογράφος
- ο художник, рисующий натюрморты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… … Dictionary of Greek
ρωπογράφος — ο ζωγράφος μικρών αντικειμένων (νεκρής φύσης), όπως καρπών, κυνηγιού, φαγητών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥωπογράφους — ῥωπογράφος one that paints petty subjects masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Κνάους, Λούντβιχ — (Ludwig Knaus, Βισμπάντεν 1829 – 1910). Γερμανός ζωγράφος. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην πατρίδα του και αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Σύντομα επιβλήθηκε ως ρωπογράφος αλλά και έξοχος προσωπογράφος. Ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek
rhopographer — rhoˈpographer rare 0. [f. Gr. ῥωπογράϕος: see next and graphy.] A painter of still life. in Bailey (fol.) … Useful english dictionary